- μονοκράτορας
- οο απόλυτος κυρίαρχος, ο μονάρχης: Έγινε μονοκράτορας στο βασίλειο αφού δολοφόνησε τον αδερφό του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μονοκράτορας — και μονοκράτωρ, ο (Μ μονοκράτωρ, ορος) απόλυτος κυρίαρχος, μονάρχης μσν. ανώτατος διοικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κράτωρ (< κράτος), πρβλ. μεγαλο κράτωρ.] … Dictionary of Greek
μονοκράτωρ — ο (Μ μονοκράτωρ, ορος) βλ. μονοκράτορας … Dictionary of Greek
μονοκρατής — μονοκρατής, ές (Μ) μονοκράτορας, μονάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κρατής (< κράτος), πρβλ. μεγαλο κρατής] … Dictionary of Greek
μονοκρατορεύω — (Μ) [μονοκράτωρ] είμαι μονοκράτορας … Dictionary of Greek
μονοκρατορώ — (Μ μονοκρατορῶ, έω) [μονοκράτωρ] είμαι μονοκράτορας … Dictionary of Greek
μονοκρατώ — μονοκρατῶ, έω (Μ) [μονοκρατής] 1. είμαι ή γίνομαι μονοκράτορας, μονάρχης 2. έχω απόλυτη κυριαρχία σε κάτι … Dictionary of Greek
Καρλομάνος — (Carloman). Όνομα Ευρωπαίων ηγεμόνων του Μεσαίωνα. 1. Κ. (715 – Βιέννη 754). Βασιλιάς των Φράγκων (741 747). Γιος του Καρόλου Μαρτέλου, διαδέχθηκε τον πατέρα του και συμβασίλευσε με τον αδελφό του, Πεπίνο τον Βραχύ. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας … Dictionary of Greek
Κώνστας — Όνομα δύο αυτοκρατόρων του Δυτικού και του Ανατολικού (Βυζάντιο) κράτους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’ (Flavius Julius Constans, 323 – 350). Αυτοκράτορας του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους (337 350). Ήταν ο μικρότερος γιος του Μεγάλου… … Dictionary of Greek